- αντεκτίθημι
- ἀντεκτίθημι (Α)1. εκθέτω, παρουσιάζω κάτι αντί για κάτι άλλο2. δημοσιεύω κάτι για να αντικαταστήσει κάτι άλλο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀντεξετίθει — ἀντεκτίθημι set forth imperf ind act 3rd sg ἀντεκτίθημι set forth imperf ind act 3rd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντεκτιθείς — ἀντεκτίθημι set forth pres part act masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντεκτίθησι — ἀντεκτίθημι set forth pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντεξέθηκεν — ἀντεκτίθημι set forth aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)